Όταν ένα σώμα κινείται, λέμε ότι παράγει ή περιέχει Κινητική Ενέργεια, με άλλα λόγια είναι η ενέργεια που σχετίζεται με αντικείμενα που βρίσκονται σε κίνηση. Ο όρος «κινητική» είναι ελληνικής προέλευσης και προήλθε από τη λέξη «kinesis» της οποίας το νόημα είναι κίνηση. Χρησιμοποιώντας δύναμη ή εργασία σε ένα αντικείμενο που βρίσκεται σε κατάσταση ηρεμίας, αρκετό για να προκαλέσει την επιτάχυνσή του και να το κάνει να κινείται.
Έχοντας επιτύχει αυτήν την επιτάχυνση είναι αυτό που είναι γνωστό ως κινητική ενέργεια, δεν θα αλλάξει εάν δεν αλλάξει η ταχύτητα του κινούμενου αντικειμένου, εάν μια εξωτερική δύναμη εκτίθεται στο σώμα, η κατεύθυνση και η ταχύτητά του μπορεί να ποικίλλει και κατά συνέπεια επίσης η κινητική του ενέργεια. Για να σταματήσει το εν λόγω αντικείμενο (για να επιστρέψει στην κατάσταση ηρεμίας του) είναι απαραίτητο να εφαρμοστεί μια αντίθετη ή αρνητική δύναμη που πρέπει να είναι ίση με την ποσότητα ή το μέγεθος της κινητικής ενέργειας που διαθέτει εκείνη τη στιγμή.
Είναι πολύ σημαντικό να ληφθεί υπόψη ότι όλη η ύλη έχει εσωτερική ενέργεια, ωστόσο για να δώσει κινητική ενέργεια σε ένα αντικείμενο, πρέπει να εργαστείτε ή να χρησιμοποιήσετε δύναμη (που είναι η πιθανότητα ότι ένα σώμα πρέπει να επηρεάσει ένα άλλο) πάνω του έτσι ώστε να μπορεί να είναι σε κίνηση. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η ενέργεια δεν δημιουργείται ούτε καταστρέφεται, μεταμορφώνεται, είναι πιθανό μέσω της κινητικής ενέργειας να παράγονται άλλοι τύποι ενέργειας (λόγω κίνησης), για παράδειγμα αιολικής ενέργειας.