Ετυμολογικά η λέξη apocrypha προέρχεται από την ελληνική "αποκριπτίνη" όπου "apo" σημαίνει "μακριά" και η Kryptein σημαίνει "κρυμμένη". Κανονικά αυτός ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι που είναι ψευδές, που δεν είναι αποδεδειγμένο, ωστόσο, είναι μια λέξη που αντιμετωπίζεται στο θρησκευτικό πλαίσιο για να αναφέρεται σε κάποια ιερά βιβλία που δεν περιλαμβάνονται στη Βίβλο και επομένως είναι Άγνωστα στους ανθρώπους, αυτά τα γραπτά παραμένουν κρυμμένα, καθώς ορισμένες από τις ιδέες που ενσωματώνονται σε αυτά έρχονται σε αντίθεση με τον Χριστιανισμό ή βασίζονται σε καταστάσεις φαντασίας, εκτός από το γεγονός ότι ο τρόπος που γράφτηκαν προκαλεί σύγχυση στον αναγνώστη.
Τα αποκρυφικά ευαγγέλια είναι αυτά που ξεκίνησαν κατά τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού και των οποίων η γραφή περιστρέφεται γύρω από τη ζωή του Ιησού, αυτά δεν ενσωματώθηκαν στον κανόνα της Καθολικής Εκκλησίας και δεν έγιναν δεκτές από τις άλλες εκκλησίες (Ορθόδοξες, Προτεσταντικό κ.λπ.). Σε αυτά τα γραπτά δόθηκε το όνομα Ευαγγέλια, λόγω της εμφάνισής τους παρόμοια με εκείνη των τεσσάρων ευαγγελίων που έγιναν δεκτά στον κανόνα της Καινής Διαθήκης, ωστόσο η ανισότητα μεταξύ των αποκρυφικών και κανονικών κειμένων έγκειται στον τρόπο που γράφονται.
Στα κανονικά ευαγγέλια η συγγραφή του ίδιου ανήκει σε ορισμένους από τους αποστόλους των οποίων η ερμηνεία θεωρείται αληθινή δεδομένου ότι ήταν αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων που περιγράφονται εκεί, και που είναι αυτά των Ματθαίου, Μάρκου, Ιωάννη και Λουκά. Από την άλλη πλευρά, τα αποκρυφικά ευαγγέλια, η συγγραφή αποδίδονται σε έναν απόστολο χωρίς να γνωρίζουν αν ήταν αυτός που το έγραψε. Ένα παράδειγμα θα ήταν το Ευαγγέλιο του Αγίου Θωμά, αυτό της Μαρίας Μαγδαληνής κ.λπ.